Με τον όρο µαύρη πανώλη ή µαύρος θάνατος αναφέρεται η πανδημία των ετών 1348 – 1353, η οποία ήταν από τις πλέον καταστροφικές στην παγκόσμια ιστορία. Ο συνολικός ανθρώπινος απολογισμός της, υπολογίζεται σε 75 έως 100 εκατομμύρια νεκρούς στην Ευρώπη και στην Ασία. Μάλιστα εκτιμάται ότι μείωσε τότε τον παγκόσμιο πληθυσμό από 450 εκατομμύρια σε 350 – 375 εκατομμύρια.
Η πανδημία προκλήθηκε πιθανώς από το εντεροβακτήριο Yersinia pestis, που ενδημεί σε πληθυσμούς της κεντρικής Ασίας. Η δημοφιλέστερη θεωρία για την έναρξή της είναι ότι προήλθε από τις στέππες της Μογγολίας, μέσω σταυροφόρων που επέστρεφαν από την Μέση Ανατολή, αν και υπάρχει επίσης η άποψη ότι προήλθε από τη βόρεια Ινδία. Πιθανώς μεταφέρθηκε από τις μογγολικές στρατιές και εμπόρους που ακολουθούσαν το δρόμο του μεταξιού. Υπάρχει η εκδοχή να ξεκίνησε λίγο μετά από το 1200 στα Ιμαλάια.
Η ευρωπαϊκή κοινωνία πριν το 1300 διέθετε εξοπλισμένα πανεπιστήμια, ανέγειρε επιβλητικούς γοτθικούς καθεδρικούς ναούς, και γενικώς βίωνε μια λογοτεχνική και καλλιτεχνική περίοδο άνθησης.
Ενώ η διδασκαλία της θεολογίας και της φιλοσοφίας έπαιζε σπουδαίο ρόλο, αντιθέτως σχεδόν κανένα ενδιαφέρον δεν δινόταν στις φυσικές επιστήμες.
Η πανούκλα του Καμύ
Έτσι οι αιχμάλωτοι της πανούκλας πάλεψαν όλη τη βδομάδα μ’ όποιον τρόπο μπορούσαν. Και μερικοί ανάμεσά τους όπως ο Ραμπέρ, έφθασαν, όπως βλέπουμε, να φανταστούν ότι ενεργούσαν ακόμα σαν ελεύθεροι άνθρωποι, ότι μπορούσαν να διαλέξουν. Όμως μπορούμε πράγματι να πούμε ότι αυτή τη στιγμή, στα μέσα του Αυγούστου, η πανούκλα είχε καλύψει τα πάντα. Δεν υπήρχαν πια τότε προσωπικά πεπρωμένα, αλλά μια συλλογική υπόθεση που ήταν η πανούκλα και αισθήματα που τα μοιράζονταν όλοι. Το σημαντικότερο ήταν ο χωρισμός και η εξορία, μ’ όλο το φόβο και την εξέγερση που περιέκλειαν. Νά γιατί ο αφηγητής πιστεύει ότι ταιριάζει στο αποκορύφωμα της ζέστης και της αρρώστιας να περιγράψει τις βιαιότητες των επιζώντων συμπολιτών μας, την ταφή των νεκρών και την οδύνη των χωρισμένων εραστών.